πιστόλα

πιστόλα
Παλαιό ισπανικό χρυσό νόμισμα, ίσο με διπλό σκούδο. Κυκλοφόρησε από τον 16o μέχρι τον 18o αι. Περιείχε 6,20 γραμμάρια χρυσού έως το 1786, οπότε το περιεχόμενό του σε καθαρό χρυσό περιορίστηκε σε 5,92 γραμμάρια. Τον 17o αι. η ονομασία π. δόθηκε σε όλα σχεδόν τα χρυσά νομίσματα, που είχαν το ίδιο βάρος με την ισπανική π. και κυκλοφορούσαν στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία και άλλες χώρες. Η π. αποσύρθηκε από την κυκλοφορία κατά τα τέλη του 18ου αι.
* * *
και μπιστόλα, η, Ν
1. μεγάλο πιστόλι
2. όπλο κατά την Επανάσταση τού 1821 με κοντή κάννη που ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα τού οπλισμού τών αγωνιστών
3. (νομισμ.) χρυσό νόμισμα τών χωρών τής Δύσης που τέθηκε σε κυκλοφορία κατά τον 16ο αιώνα, με γνωστότερο από όλα την ισπανική πιστόλα, ίση προς δύο χρυσά σκούδα, αλλ. γνωστή και ως δουβλόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pistola].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιστόλα — η (λ. ιταλ.), μεγάλο πιστόλι: Τράβηξε την πιστόλα και όλοι έκαναν πίσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διμούτσουνος — η, ο αυτός που έχει δύο μουτσούνες (συνήθως για πυροβόλα με δύο κάννες, όπως το δίκαννο κυνηγετικό ή η δίκαννη πιστόλα που κυρίως λέγεται διμούτσουνη …   Dictionary of Greek

  • κουμπούρα — η 1. βραχύκαννο πυροβόλο όπλο, πιστόλα 2. άνθρωπος καθυστερημένος, παλαιών αντιλήψεων και αμόρφωτος, μπουμπούνας 3. κακός μαθητής, μαθητής συνεχώς αδιάβαστος 4. φρ. «τό έσκασε κουμπούρα» α) έφυγε κρυφά β) δεν πλήρωσε το χρέος του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μπιστόλα — η βλ. πιστόλα …   Dictionary of Greek

  • πιστολέτο — το, Ν τεχνολ. κρουστικό εργαλείο, κατάλληλο για τη διάτρηση και θραύση σκληρών επιφανειών, τμημάτων οικοδομικών ή άλλων τεχνικών έργων, το οποίο λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα ή με ηλεκτρική ενέργεια και διαθέτει έναν κινητό λοστό μικρού μήκους, ο …   Dictionary of Greek

  • πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπουμπουλίνας — Το μουσείο της θρυλικής ηρωίδας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας λειτουργεί από το 1991 στο αρχοντικό της κοντά στο λιμάνι των Σπετσών, υπό τη διεύθυνση του απογόνου της Φίλιππου Δεμερτζή Μπούμπουλη. Στις τέσσερις… …   Dictionary of Greek

  • pistol — PISTÓL1, pistoale, s.n. 1. Armă de foc de dimensiuni mici, mânuită cu o singură mână; revolver. ♢ Pistol mitralieră = armă automată uşoară, mai scurtă decât puşca mitralieră, cu bătaie mai mică şi mai uşor de mânuit; automat. Pistol de… …   Dicționar Român

  • φόλα — η (λ. λατ.) 1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται σε φθαρμένο μέρος παπουτσιού, μπάλωμα υποδήματος: Με παπούτσια γεμάτα φόλες ζητάει και προίκα. 2. κομμάτι κρέατος, ψωμιού ή άλλου υλικού, που περιέχει δηλητήριο για τη θανάτωση των αδέσποτων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”