πιστόλα — η (λ. ιταλ.), μεγάλο πιστόλι: Τράβηξε την πιστόλα και όλοι έκαναν πίσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διμούτσουνος — η, ο αυτός που έχει δύο μουτσούνες (συνήθως για πυροβόλα με δύο κάννες, όπως το δίκαννο κυνηγετικό ή η δίκαννη πιστόλα που κυρίως λέγεται διμούτσουνη … Dictionary of Greek
κουμπούρα — η 1. βραχύκαννο πυροβόλο όπλο, πιστόλα 2. άνθρωπος καθυστερημένος, παλαιών αντιλήψεων και αμόρφωτος, μπουμπούνας 3. κακός μαθητής, μαθητής συνεχώς αδιάβαστος 4. φρ. «τό έσκασε κουμπούρα» α) έφυγε κρυφά β) δεν πλήρωσε το χρέος του. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μπιστόλα — η βλ. πιστόλα … Dictionary of Greek
πιστολέτο — το, Ν τεχνολ. κρουστικό εργαλείο, κατάλληλο για τη διάτρηση και θραύση σκληρών επιφανειών, τμημάτων οικοδομικών ή άλλων τεχνικών έργων, το οποίο λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα ή με ηλεκτρική ενέργεια και διαθέτει έναν κινητό λοστό μικρού μήκους, ο … Dictionary of Greek
πιστόλι — Μικρό φορητό πυροβόλο όπλο, η χρήση του οποίου χρονολογείται από τον 15o αι. Τα πρώτα π. ήταν σχετικά μακριά όπλα, με διαμέτρημα ανάλογο των τουφεκιών, από τα οποία διέφεραν στο ότι είχαν λαβή κατάλληλη για να κρατιούνται και να χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αγγελής. Αγωνιστής από τα Γαράτσα της Μεσσηνίας. Υπηρέτησε αρχικά υπό τις διαταγές του Μήτρου Πέτροβα. Πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις στην Καρύταινα, το Βαλτέτσι, την Τρίπολη, το Άργος, την Κόρινθο κ.α. 2.… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπουμπουλίνας — Το μουσείο της θρυλικής ηρωίδας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας λειτουργεί από το 1991 στο αρχοντικό της κοντά στο λιμάνι των Σπετσών, υπό τη διεύθυνση του απογόνου της Φίλιππου Δεμερτζή Μπούμπουλη. Στις τέσσερις… … Dictionary of Greek
pistol — PISTÓL1, pistoale, s.n. 1. Armă de foc de dimensiuni mici, mânuită cu o singură mână; revolver. ♢ Pistol mitralieră = armă automată uşoară, mai scurtă decât puşca mitralieră, cu bătaie mai mică şi mai uşor de mânuit; automat. Pistol de… … Dicționar Român
φόλα — η (λ. λατ.) 1. μικρό κομμάτι δέρματος που ράβεται σε φθαρμένο μέρος παπουτσιού, μπάλωμα υποδήματος: Με παπούτσια γεμάτα φόλες ζητάει και προίκα. 2. κομμάτι κρέατος, ψωμιού ή άλλου υλικού, που περιέχει δηλητήριο για τη θανάτωση των αδέσποτων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)